Μαρία Πολυδούρη


  Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902. Ήταν κόρη του φιλόλογου γυμνασιάρχη Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου. Πέρασε τα παιδικά της χρόνια αρχικά στο Γύθειο, όπου είχε μετατεθεί ο πατέρας της . Συγχρόνως έγραφε ποιήματα από ηλικία δεκατεσσάρων ετών, ηλικία κατά την οποία δημοσίευσε το πεζοτράγουδο ‘Ο πόνος της μάνας’ στο περιοδικό Οικογενειακός Αστήρ. Εκείνες τις μέρες η θάλασσα είχε βγάλει το πτώμα ενός νέου ναυτικού στην ακτή των Φιλιατρών. Η Μαρία συγκλονίστηκε όχι τόσο από τα χαμένα νιάτα του πνιγμένου όσο από τον σπαραγμό της μάνας. Στην Καλαμάτα τελείωσε τις γυμνασιακές της σπουδές και δεκαεπτά χρονών διορίστηκε στη Νομαρχία της Μεσσηνίας Ήδη εκείνη την περίοδο εκδήλωσε το ενδιαφέρον της για το Γυναικείο Ζήτημα και τη χειραφέτηση της γυναίκας. Το 1920 πέθαναν και οι δυο γονείς της, πρώτα ο πατέρας της και έπειτα από σαράντα μέρες η μητέρα της. Το 1921 γράφτηκε στη Νομική Σχολή και άρχισε να γράφει το ημερολόγιό της.                                      
Το 1922 μετατέθηκε στη Νομαρχία Αττικής. Εκεί εργάζεται ήδη ο Κώστας Καρυωτάκης, δικηγόρος που έχει εκδόσει και δυο ποιητικές συλλογές. Τον ερωτεύτηκε παράφορα. Ο Καρυωτάκης έλκεται από την εντυπωσιακή της εμφάνιση αλλά και την ιδιόρρυθμη συμπεριφορά της ενώ η Πολυδούρη βλέπει στο πρόσωπο του έναν ελεύθερο ποιητή. Συνάμα, δημοσίευσε στίχους στα περιοδικά Έσπερος (Σύρου), Ελληνική Επιθεώρησις, Πανδώρα, Παιδική Χαρά και Εύα. Η Πολυδούρη τόλμησε αυτά που λίγες γυναίκες τόλμησαν να κάνουν εκείνη την εποχή όπως για παράδειγμα έβγαινε με συναδέλφους της, πράγμα απαγορευμένο για την εποχή. Ακόμη, τόλμησε να προτείνει όσα έπρεπε να προτείνει ο Καρυωτάκης: να αγαπηθούν και να συνδεθούν, με αποκορύφωμα την πρόταση γάμου που έκανε στον ποιητή. Εκείνος έπασχε από σύφιλη και προέβαλε την αρρώστιά του ως αφορμή για να αποφύγει τον γάμο μαζί της. Χαρακτηριστικά αναφέρει για την περίπτωση Καρυωτάκη, ο Βαρίκας: «Ο εγωκεντρισμός του τον απομακρύνει από τον έρωτα.... Ο Καρυωτάκης μαζί με όλη την γενιά του διακρίνεται ακριβώς από τον πιο αρρωστημένο σκεπτικισμό. Η αφηρημένη σκέψη, η προσπάθεια του υπολογισμού και των πιο ελαχίστων λεπτομερειών κάθε μας κίνησης, η έμμονη ιδέα του μάταιου κάθε προσπάθειας μας, με την οποίαν πλησιάζει τα γεγονότα, δεν τον αφήνει ελεύθερο να χαρεί αυτή καθ' αυτή την ενέργεια έξω και μακριά από τα αποτελέσματα της. (...) Ο σκεπτικισμός στένεψε απελπιστικά τον εσωτερικό του κόσμο. Αποξήρανε κάθε ζωϊκό χυμό του. Ανάμεσα στον εαυτό του και στον εξωτερικό κόσμο παρεμβαίνει πάντα το σκοτεινό φάσμα του σκεπτικισμού και της απαισιοδοξίας του που παραμορφώνει τις εικόνες του και εξαφανίζει τον πλούτο της ποικιλίας του.» Ωστόσο,  η δύναμη  της σχέσης τους φαίνεται μέσα από τα κείμενα που έχουν σωθεί. Το Μάη του 1922 γράφει ο Καρυωτάκης: ‘Χρυσή μου, γιατί με ρωτάς αν πονώ στη σκέψη ότι μ' αγαπάς έτσι; Πονώ επειδή σ' αγαπώ περισσότερο από όσο εφαντάστηκα ότι μπορούσα ποτέ ν' αγαπήσω. Τι έχω κάμει λοιπόν για να μη με πιστεύεις ακόμη; (...) Ένα «Τάκη!» ή ένα «που είσαι;», καθώς τα βάζεις εκεί που πρέπει, φτάνουν βαθιά στην καρδιά μου.’ Αλλά και η Πολυδούρη στο ημερολόγιο της, το Μάη του 1922 εξομολογείται: «Τον αγαπώ, τον αγαπώ καμιά αμφιβολία πιά! (...) Απελπισμένε μου ποιητή θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν' αγαπήσω, όσο σου πρέπει;» Ενώ αργότερα σε ένα σπαρακτικό γράμμα τον καλεί να ζήσουν μαζί: «Έλα, Τάκη, να ζήσουμε μαζί... να ιδείς πόσο γλυκιά, πόσο ανακουφιστική θα ‘μαι σε σένα. Δεν είναι δύσκολο, μα καθόλου δύσκολο. Ξέρω όλα τα εμπόδια, όλες τις συνέπειες. Είμαστε φτωχοί και οι δυό, αλλά τι μ' αυτό; μήπως τώρα που ήμαστε χωριστά δεν είμαστε φτωχοί και χωρίς καμιά ελπίδα να γίνουμε πλούσιοι; Δύο δωμάτια μας φτάνουν.» Όταν ο Καρυωτάκης θα αρνηθεί την πρόταση γάμου, επικαλούμενος την ασθένειά του, εκείνη δεν θα τον πιστέψει υποθέτοντας ότι ο καλός της δε θέλει να την παντρευτεί επειδή έχει αποκτήσει κακή φήμη με τον τρόπο ζωής που κάνει. Η πτώση του στα μάτια της είναι μοιραία και χωρίζουν Της προτείνει να συνεχίσουν την φιλία τους και την διαβεβαιώνει ότι δεν θα πάψει να την αγαπά. Αυτή όμως νοιώθει μειωμένη και ταπεινωμένη. Έχει στο μεταξύ γνωριστεί με τον νεαρό δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου, που είχε κάνει σπουδές στην Ευρώπη. Η γνωριμία αυτή δεν άργησε να καταλήξει σε αρραβώνα. Τότε, όμως, τυχαίνει να βεβαιωθεί από κοινούς φίλους ότι πραγματικά η υγεία του Καρυωτάκη στεκόταν εμπόδιο στο γάμο τους. Τότε πλημμύρισε από μεταμέλεια για την αδικία που του έκανε. Γράφει για αυτό το θέμα ποιήματα και πεζά. Μα ο Καρυωτάκης δεν  συγχώρεσε ποτέ τον αρραβώνα της και οι φιλικές σχέσεις τους είχαν διακοπεί. Όταν η Μαρία συνειδητοποιεί ότι χάνει οριστικά τον ποιητή της, πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη. Σε αυτήν την κατάσταση νιώθει πως είναι αδύνατον να συνεχίσει τη σχέση με τον Γεωργίου και διαλύει τον αρραβώνα της.                                                      
 Η ζωή της έκτοτε αλλάζει δραματικά. Το 1825 εγκαταλείπει τις σπουδές της, γράφει τις τελευταίες σελίδες του Ημερολογίου και φεύγει για τη Φτέρη Αιγίου, όπου γράφει τη νουβέλα που δε θα δημοσιεύσει ποτέ. Έπειτα γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στη Σχολή Κουναλάκη. Το 1926 πήγε στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα στη σχολή ραπτικής Ecole Pigier και αφέθηκε στις παρορμήσεις της φλογερής της ιδιοσυγκρασίας. Η Πολυδούρη προσπαθεί να βρει στο Παρίσι καινούριο φως, μια νέα υπόσταση για την ποίησή της, η οποία όμως μένει προσκολλημένη στην ανάμνηση του Καρυωτάκη.                    
   Στο Παρίσι προσβλήθηκε από φυματίωση και νοσηλεύτηκε στο νοσοκομείο Charité. Επέστρεψε στην Αθήνα το 1928 και μπήκε στο σανατόριο Σωτηρία. Κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της εκεί θα εκδώσει τις δύο της ποιητικές συλλογές. Το 1828 εξέδωσε την συλλογή οι Τρίλλιες που σβύνουν που περιλαμβάνει το πιο γνωστό της ποιήμα "Μόνο γιατι μ'αγάπησες". Τον ίδιο χρόνο αυτοκτόνησε ο Καρυωτάκης, γεγονός που την κλόνισε συναισθηματικά και επιδείνωσε την κατάσταση της ήδη διαταραγμένης υγείας της .  Η στεναχώρια αλλά και οι νυχτερινές έξοδοι που έκανε εν αγνοία των γιατρών, την έφεραν πιο κοντά στο τέλος. Το 1929 εξέδωσε την ποιητική συλλογή Ηχώ στο χάος. Στην ύστατη ώρα η Πολυδούρη, υπερήφανη και πάντα μόνη, μοιάζει να ευγνωμονεί την τρομερή αρρώστια που την αποδεσμεύει λυτρωτικά από τις γήινες μορφές. Το 1930 νοσηλεύεται στην κλινική Χριστομάνου, όπου και πεθαίνει στις 30 Απριλίου του ίδιου έτους σε ηλικία εικοσιοκτώ ετών. Άφησε και δύο πεζά έργα , ένα μυθιστόρημα χωρίς τίτλο , που γράφτηκε , πιθανόν , το 1926 , και το Ημερολόγιο ,που εκδόθηκε μετά το θάνατό της .

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ (ΣΥΝΕΞΕΤΑΣΗ ΓΛΩΣΣΑΣ - ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ)

Η ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ (PROJECT) ΣΤΟ ΛΥΚΕΙΟ

Λάθη που πρέπει να αποφεύγουμε όταν γράφουμε έκθεση